- -ίτης
- (ΑΜ -ίτης)κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος -της με το ληκτικό στοιχείο -ι-, θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ-ίτης), απ' όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ-ίτης, ὁπλ-ίτης, τεχν-ίτης). Η κατάλ. -ίτης απαντά ευρύτατα σε ουσ. που δηλώνουν πρόσωπο το οποίο έχει σχέση ή ασχολείται με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ. (πρβλ. ἀρεοπαγ-ίτης, ἐνορ-ίτης, τραπεζ-ίτης). Απαντά επίσης σε μικρότερες κατηγορίες λ., όπως: 1. ονομασίες οίνων (πρβλ. αἱματ-ίτης, φοινικ-ίτης αλλά και νεοελλ. κουτελ-ίτης)2. ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ-ίτης, ἰπν-ίτης)3. ονομασίες λίθων (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης και νεοελλ. γραν-ίτης)4. ονομασίες αγώνων (πρβλ. στεφαν-ίτης). Σε αυτές τις κατηγορίες, τα ον. σε -ίτης παίζουν ρόλο επιθέτου, εφόσον προσδιορίζουν το αντίστοιχο ουσ. (οἶνος, ἄρτος, λίθος, ἀγων). Η κατάλ. -ίτης εμφανίζεται επίσης σε ορισμένα εθνικά όν., όπως: Ἀβδηρ-ίτης, Μωρα-ΐτης. Την κατάλ., τέλος, δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με τη μορφή -ite (< λατ. -ites < -ίτης) για τον σχηματισμό όρων τής ορυκτολογίας. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται στη Νέα Ελληνική και αποτελούν συνήθως αντιδάνειες λ. (πρβλ. αλευρ-ίτης, αμβλυγων-ίτης). Συγκεκριμένα, η κατάλ. -ίτης εμφανίζεται σε ονομασίες: 1. απολιθωμάτων (πρβλ. βελεμν-ίτης)2. ορυκτών (πρβλ. ανορθ-ίτης)3. πετρωμάτων (πρβλ. βωξ-ίτης).Παραδείγματα λ. σε -ίτης: αιματίτης, ανθρακίτης, αρεοπαγίτης, διμοιρίτης, ερημίτης, ζευγίτης, θωρακίτης, λογχίτης, μακαρίτης, μεσίτης, οπλίτης, πολίτης, πυρίτης, ρητινίτης, τεχνίτης, τραπεζίτης, φαλαγγίτηςαρχ.αιθερίτης, αμοργίτης, εσπερίτης, ζυγίτης, ζυμίτης, θαλαμίτης, θιασίτης, θρανίτης, θυλακίτης, ιερακίτης, καλυβίτης, καμινίτης, κογχίτης, κτηματίτης, λιχνίτης, λοχίτης, οδίτης, ομφακίτης, ορυζίτης, οστρακίτης, ποταμίτης, τυμβίτης, τυμπανίτης, χερσίτηςνεοελλ.αμπελίτης, αρχιμανδρίτης, βακελίτης, βαρυποινίτης, βωξίτης, γρανίτης, γραφίτης, ενορίτης, εξαμηνίτης, ιησουίτης, ισοβίτης, καμπανίτης, κομπογιαννίτης, κοπρίτης, κουτελίτης, λιγνίτης, μετεωρίτης, μονοφυσίτης, σμηνίτης, σταλακτίτης, συντοπίτης, τουρκομερίτης, φρονιμίτης, χωραίτης.
Dictionary of Greek. 2013.